φκιασιδώνω

φκιασιδώνω
Ν
βλ. φτ(ε)ιασιδώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φκιασιδώνω — βλ. φτιασιδώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φτ(ε)ιασιδώνω — και φκιασιδώνω Ν [φτειασίδι] καλλωπίζω, μακιγιάρω …   Dictionary of Greek

  • φτιασιδώνω — φτιασίδωσα, φτιασιδώθηκα, φτιασιδωμένος, και φκιασιδώνω φκιασίδωσα, φκιασιδώθηκα, φκιασιδωμένος, βάφω με κοκκινάδι, μακιγιάρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”